υδατογράφος

Greek Monolingual

ο, Ν
ζωγράφος υδατογραφιών, ακουαρελίστας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + -γράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδ. Κορδέλλα].