υδνόφυλλον

Greek Monolingual

τὸ, Α
είδος πόας που φύεται πάνω από τα ύδνα δηλώνοντας έτσι το σημείο όπου αυτά βρίσκονται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδνον + φύλλον.