η / ὑδροκιρσοκήλη, ΝΑιατρ. κιρσοκήλη με υδροκήλη, ανεύρυσμα τών αγγείων τών όρχεων και συλλογή υγρού σε τμήμα του οσχέου.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + κιρσοκήλη.