Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
υιικός
Greek Monolingual
-ή, -ό / υἱϊκός, -ή, -όν, ΝΜΑ υἱός αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υιό νεοελλ. (γενικά) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα τέκνα («υιική αγάπη»). επίρρ... υιικώς / υἱικῶς ΝΜΑ σύμφωνα με τον τρόπο ή τη διαγωγή του υιού.