και ὑληουργός, -όν, Α1. αυτός που κατεργάζεται ξύλα2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑλουργός και ὑληουργόςξυλουργός ή υλοτόμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -ουργός (< ἔργον)].