υμενόστρακος

Greek Monolingual

-ον, Α
(για αγγείο) αυτός που είναι λεπτός σαν υμένας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑμήν, -ένος + ὄστρακον (πρβλ. ὀξυόστρακος)].