υπέρκαιρος
Greek Monolingual
-ον, Α
1. παράκαιρος
2. αυτός που υπερβαίνει τα χρονικά όρια, αιώνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + καιρός (πρβλ. ἐπίκαιρος)].
-ον, Α
1. παράκαιρος
2. αυτός που υπερβαίνει τα χρονικά όρια, αιώνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + καιρός (πρβλ. ἐπίκαιρος)].