αιώνιος
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
Greek Monolingual
-ια (και -ία), -ιο (Α αἰώνιος, -ία, -ιον και -ιος, -ιον)
1. αυτός που ανήκει στον αιώνα, παντοτινός, ακατάλυτος, αθάνατος
2. επίρρ. αἰωνίως (νεοελλ. και αιώνια) διαρκώς, συνέχεια
παντοτινά
νεοελλ.
(για έκφραση υπερβολής ή ειρωνείας)
1. αυτός που μοιάζει να κατέχει μια θέση ή ένα αξίωμα εφ' όρου ζωής (αιώνιος πρωθυπουργός, αιώνιος φοιτητής)
2. στερεός, άθραυστος, αθάνατος
3. ο ίδιος πάντοτε, συνηθισμένος, αναλλοίωτος (η αιώνια γυναίκα)
4. φρ. «αιωνία του η μνήμη», για κάποιον που πέθανε
«αιώνια ανάπαυση» και «αιώνιος ύπνος», ο θάνατος
«αιώνια ζωή», η μετά θάνατον ζωή
«αιώνιον πυρ», κόλαση
«αιώνιες μονές», παράδεισος
μσν.
1. ως τίτλος του αυτοκράτορα και της αυτοκράτειρας
2. φρ. «εἰς ζωὴν αἰώνιον» — αιωνίως.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰών.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αιωνιότητα].