υπέρσοφος

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπέρσοφος, -ον, ΝΜΑ σοφός
πάρα πολύ σοφός, πάνσοφος.
επίρρ...
ὑπερσόφως Μ
με υπέρσοφο τρόπο.