ὑπέρσοφος
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
English (LSJ)
ὑπέρσοφον, exceedingly wise or clever, Ar.Ach.972 (lyr.), Pl. Euthd.289e; τὸ ὑ. τῆς τέχνης Philostr.Her.10.1.
German (Pape)
[Seite 1201] überweise, überklug; Ar. Ach. 936; Plat. Euthyd. 289 e.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sage plus qu'on ne saurait le dire, d'une sagesse supérieure.
Étymologie: ὑπέρ, σοφός.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρσοφος: сверхмудрый Arph., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρσοφος: -ον, ὑπερβαλλόντως σοφός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 972, Πλάτ. Εὐθύδ. 389Ε· τὸ ὑπ. τῆς τέχνης Φιλόστρ. 708. -Ἐπίρρ. -φως, Ἰουστίνου Μάρτ. Ἀποσπ. ἐν τῇ Βενεδ. ἐκδ. σ. 599Α.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπέρσοφος, -ον, ΝΜΑ σοφός
πάρα πολύ σοφός, πάνσοφος.
επίρρ...
ὑπερσόφως Μ
με υπέρσοφο τρόπο.
Greek Monotonic
ὑπέρσοφος: -ον, υπερβολικά σοφός ή έξυπνος, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Middle Liddell
ὑπέρ-σοφος, ον,
exceeding wise or clever, Ar., Plat.