-ον, Ααυτός που έχει δύναμη μεγαλύτερη από την ψυχή («ὑπέρψυχον σῶμα», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. ἔμψυχος].