υπεκκρίνω

Greek Monolingual

Α ἐκκρίνω
(συν. το παθ.) ὑπεκκρίνομαι
εκκρίνομαι, αποβάλλομαι ανεπαίσθητα («καὶ αὐτὰ ὑπεκκρίνεται καὶ ἐξαπολλύται», Διογ. Λαέρ.).