υπελίσσω

Greek Monolingual

ΜΑ, και αττ. τ. ὑπελίττω και ὑπειλίσσω Α
συστρέφω από κάτω προς τα πάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐλίσσω / εἰλίσσω «στρέφω, περιστρέφω»].