υπενθύμιση

Greek Monolingual

η, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υπενθυμίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπενθυμίζω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπενθύμισις, μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκ. Δ. Βυζαντίου].