υπενθυμίζω
From LSJ
Greek Monolingual
Ν
κάνω κάποιον να θυμηθεί κάτι, ξαναθυμίζω σε κάποιον κάτι («σού υπενθυμίζω ότι μεθαύριο λήγει η προθεσμία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ενθυμίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1813 στον Μαν. Βερνάρδο].
Ν
κάνω κάποιον να θυμηθεί κάτι, ξαναθυμίζω σε κάποιον κάτι («σού υπενθυμίζω ότι μεθαύριο λήγει η προθεσμία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ενθυμίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1813 στον Μαν. Βερνάρδο].