υπεραιμία

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. αύξηση της ποσότητας του αίματος στην κυκλοφορία ενός οργάνου ή τμήματος οργάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperaemia < υπερ- + αίμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεοδ. Αφεντούλη].