υπερεκκρίνω
Greek Monolingual
Ν
εκκρίνω υπερβολικά, παρουσιάζω υπερέκκριση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + εκκρίνω «ξεχωρίζω, παράγω υγρό το οποίο αποβάλλεται»].
Ν
εκκρίνω υπερβολικά, παρουσιάζω υπερέκκριση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + εκκρίνω «ξεχωρίζω, παράγω υγρό το οποίο αποβάλλεται»].