εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
(AM ἐκκρίνω)παράγω υγρό το οποίο αποβάλλεται («εκκρίνω ιδρώτα»)αρχ.1. αποχωρίζω, ξεχωρίζω2. χωρίζω3. αποκλείω, αποβάλλω4. καταδικάζω5. αναδίδω, βγάζω6. (για φάρμακο) παρασύρω, βγάζω.