υπερθύω

Greek Monolingual

και ὑπερθυίω Α
(για κρασί) αφρίζω πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + θύω (ΙΙ) «τρέχω ορμητικά, μαίνομαι, βράζω, επιθυμώ»].