ὑπερπληρῶ, -όω, ΝΜΑ πληρῶ(λόγ. τ.) γεμίζω κάτι έως απάνω ή το γεμίζω περισσότερο από όσο πρέπει, το ξεχειλίζω, το παραγεμίζω.