ξεχειλίζω

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385

Greek Monolingual

και ξεχειλώ, ξεχειλάω ξέχειλος
1. (για υγρά) ξεπερνώ τα χείλη του δοχείου, χύνομαι απ' έξω, υπερχειλίζω
2. (για ποταμούς ή για λίμνες) ανεβαίνω πάνω από την κοίτη, ξεπερνώ την κανονική στάθμη του νερού, πλημμυρίζω
3. μτφ. (για ψυχικές καταστάσεις) γίνομαι αβάστακτος, αφόρητος, υπερβαίνω τα συνηθισμένα όρια («ξεχείλισε πια ο θυμός του»)
4. φρ. «ξεχείλισε το ποτήρι» — εξαντλήθηκε η υπομονή.