υποβοηθώ

Greek Monolingual

ὑποβοηθῶ, -έω, ΝΑ
νεοελλ.
συμβάλλω σε κάτι βοηθητικά, προσθέτω κι εγώ τη συνδρομή μου, ενισχύω την προσπάθεια κάποιου
αρχ.
παρέχω εφόδια σε περίοδο πολέμου.