ὑποβοηθῶ, -έω, ΝΑνεοελλ.συμβάλλω σε κάτι βοηθητικά, προσθέτω κι εγώ τη συνδρομή μου, ενισχύω την προσπάθεια κάποιουαρχ.παρέχω εφόδια σε περίοδο πολέμου.