υποβρέχω
Greek Monolingual
Α
1. (για μέθυσο) πίνω λιγάκι, κουτσοπίνω («τὸ λοιπόν τῆς ἡμέρας ὑποβρέχει», Άλεξ.)
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ὑποβεβρεγμένος, -η, -ον
ελαφρά μεθυσμένος.
Α
1. (για μέθυσο) πίνω λιγάκι, κουτσοπίνω («τὸ λοιπόν τῆς ἡμέρας ὑποβρέχει», Άλεξ.)
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ὑποβεβρεγμένος, -η, -ον
ελαφρά μεθυσμένος.