κουτσοπίνω

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472

Greek Monolingual

(σχετικά με κρασί) πίνω σιγά σιγά, λίγο λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο- (< επίρρ. κουτσά) + πίνω.