-η, -ο / ὑποδεέστερος, -έρα, -ον, ΝΜΑ
1. κατώτερος σε αξία, τάξη, δύναμη ή ποιότητα (α. «ο δεύτερος υποψήφιος είναι φανερά υποδεέστερος σε σχέση με τον πρώτο» β. «μητρὸς ἀμύμονος πατρὸς δὲ ὑποδεεστέρου», Ηρόδ.)
αρχ.
μικρότερος, νεώτερος («ἡ ὑποδεεστέρα μου ἀδελφή», πάπ.)