υποζύγιο

Greek Monolingual

το / ὑποζύγιον, ΝΑ, και ελεατ. τ. ὑπαδύγιον Α
ζώο που χρησιμοποιείται για την έλξη οχημάτων ή για την μεταφορά φορτίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ζύγιος «αυτός που ανήκει στον ζυγό, αυτός που είναι κατάλληλος για ζέψιμο»].