υποκάτω

Greek Monolingual

ὑποκάτω ΝΜΑ
κάτω από («ὑποκάτω τῆς κλίνης», ΚΔ)
αρχ.
(λογ.) (με άρθρ.) ο κατώτερος («τὰ ὑποκάτω γένη», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κάτω.