ὑπολάμπω ΝΜΑ λάμπω1. λάμπω αμυδρά («τοῦ μὲν χειμῶνος ὁ ἥλιος εἰς τὰς παστάδας ὑπολάμπει», Ξεν.)2. αρχίζω να λάμπω, να φαίνομαι.