υπομόχλιο

Greek Monolingual

το / ὑπομόχλιον, ΝΑ
το σημείο στήριξης του μοχλού
νεοελλ.
φυσ. το σημείο ή ο άξονας γύρω από τον οποίο μια ράβδος ή ένας μοχλός είναι δυνατόν να περιστραφεί όταν ασκείται σ' αυτόν μια δύναμη σε οποιαδήποτε απόσταση από το σημείο ή από τον άξονα αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + μοχλός + κατάλ. -ιο(ν)].