ὑποσείω ΝΑ, και επικ. τ. ὑποσσείω Α σείω1. σείω από κάτω2. σείω, κουνώ κάτι ελαφράαρχ.1. κοσκινίζω («ὑποσείσας τὸ λεπτότατον ἄλευρον», Γαλ.)2. προτείνω ή ρίχνω κάτι σε κάποιον.