η, Ν1. το να είναι κανείς υποψήφιος2. φρ. «υποβάλλω [ή θέτω ἡ βάζω] υποψηφιότητα» — συμμετέχω σε ψηφοφορία ως υποψήφιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < υποψήφιος. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποψηφιότης, μαρτυρείται από το 1854 στον Π. Χιώτη].