ψηφοφορία
English (LSJ)
ἡ, Dor. ψᾱφοφορία,
A vote by ballot, Arist.Pol.1268a2; opp. χειροτονία, Id.Rh.Al. 1446b22: generally, voting, Foed.Delph.Pell.1A12, Phld.Rh.2.189S., D.H.4.20, 7.59, Plu.Cor.20, etc.; αἱ ὑπατικαὶ ψ. voting at the consular comitia, Id.Marc.4.
2 judgment, decree, θεοῦ J.AJ 4.2.4.
3 Astron., calculation, Ptol.Alm.4.9(pl.), Procl.Hyp.1.27, etc.:—sts. written ψηφηφορία, as in Arist.Rh.Al.l.c.
German (Pape)
[Seite 1398] ἡ, das Stimmgeben, Abstimmen; Arist. pol. 2, 8; Plut. Cor. 20.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action d'apporter son vote ; vote : αἱ ὑπατικαὶ ψηφοφορίαι PLUT votes aux comices consulaires.
Étymologie: ψηφοφόρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψηφοφορία -ας, ἡ [ψηφοφορέω] het stemmen, stemming:. διὰ ψηφοφορίας door middel van stemming Aristot. Pol. 1268a2; ἐπισχεῖν τὴν ψηφοφορίαν de stemming ophouden Plut. Aem. 31.3.
Russian (Dvoretsky)
ψηφοφορία: ἡ подача голосов, голосование Arst., Plut.: αἱ ὑπατικαὶ ψηφοφορίαι Plut. (в Риме) голосование в консульских комициях (comitia consularia или consulibus creandis).
Greek (Liddell-Scott)
ψηφοφορία: ἡ, τὸ ψηφοφορεῖν, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 8, 5, Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 39. 16· - καθόλου, τὸ ψηφίζεσθαι, Διον. Ἁλ. 4. 20., 7. 59, Πλουτ. Κοριολ. 20, κ. ἀλλ.· αἱ ὑπατικαὶ ψ., ψηφοφορία ἐν ταῖς τῶν ὑπάτων ἀρχαιρεσίαις, ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 4· - συχνάκιςφέρεται ψηφηφορία, ὡς παρὰ Διον, τῷ Ἁλ. ἔνθ’ ἀνωτ.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και δωρ. τ. ψαφοφορία και ψηφηφορία Α ψηφοφόρος
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ψηφοφορώ, το να ψηφίζει κάποιος (α. «μετά το τέλος της ψηφοφορίας άρχισε η καταμέτρηση τών ψήφων» β. «τὰς δὲ κρίσεις ἐν τοῖς δικαστηρίοις οὐ διὰ ψηφοφορίας ᾤετο γίγνεσθαι δεῖν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(νομ.) η διαδικασία που κατατείνει, με βάση τις προτιμήσεις τών ψηφοφόρων, στην εξαγωγή ενός αποτελέσματος το οποίο εκφράζει τη γενική βούληση ή προτίμηση
αρχ.
1. κρίση, απόφαση
2. αστρον. υπολογισμός
3. φρ. «ὑπατικαὶ ψηφοφορίαι» — ψηφοφορίες για την ανάδειξη υπάτων (Πλούτ.).
Greek Monotonic
ψηφοφορία: ἡ, ψηφοφορία με ψήφο, σε Αριστ.· γενικά, ψηφοφορία, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ψηφοφορία, ἡ,
vote by ballot, Arist.: generally, voting, Plut. [from ψηφοφόρος