-ον, ΜΑλίγο κούφιος, λίγο κοίλοςαρχ.λίγο ελαφρός ή άστατος («ὑπόκουφος καὶ ἀβέβαιος», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κοῦφος (Ι) «ελαφρός, ευκίνητος»].