υπόκρηνος

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βρίσκεται κάτω από το κεφάλι κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -κρηνος (< κρᾶνον, βλ. λ. κρανίο)].