Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
υπόσκιος
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑπόσκιος, -ον, ΝΜΑ σκιερός αρχ. 1. (για πρόσ.) αυτός που βρίσκεται κάτω από σκιά 2. αυτός που γίνεται κάτω από σκιά («ὑπόσκιοι περίπατοι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ.<ὑπ(ο)- + -σκιος (<σκιά), πρβλ. σύσκιος].