Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
υφάδι
Greek Monolingual
το / ὑφάδιον, ΝΜΑ, και φάδι ΝΜ το σύνολο νημάτων ενός υφάσματος που είναικάθεταπρος την ούγια του και προς τα νήματα του στημονιού, αλλ. κρόκη. [ΕΤΥΜΟΛ.<ὑφη+ υποκορ. κατάλ. -άδιον (πρβλ.κοπ-άδιον). Ο τ. φάδι, με σίγηση του αρκτικού άτονου υ-].