υφέλκω
Greek Monolingual
και ὑφελκύω Α ἕλκω / ἑλκύω]
1. έλκω κάτι με δόλιο ή με ήπιο τρόπο («ὁ δ' ὕφελκε ποδοῖιν», Ομ. Ιλ.)
2. έλκω κάτι προς το μέρος μου με υπόγεια εκσκαφή («ὑφεῖλκον παρὰ σφᾱς τὸν χοῦν», Θουκ.)
3. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως επίθ.) ὑφέλκων
ολισθηρός
4. φρ. «ὑφέλκομαι περσικάς»
(ενν. ἐμβάδας) φορώ περσικές παντόφλες (Αριστοφ.).