έλκω
Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund
Greek Monolingual
και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω)
1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου
2. προσελκύω, σαγηνεύω
3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα
4. (για πλοίο) ρυμουλκώ
5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός, σέρνοντας πίσω μου
6. φρ. «έλκω το γένος» — κατάγομαι
αρχ.-μσν.
σέρνω με τη βία, αιχμαλωτίζω
αρχ.
Ι. 1. σπαράζω, σέρνω και κομματιάζω
2. δυσφημώ, διασύρω
3. έχω ως επακόλουθο
4. τεντώνω τη νευρά του τόξου
5. τραβώ το σπαθί από τη θήκη
6. (για ναύτες) ανοίγω πανιά
7. κωπηλατώ
8. σηκώνω ψηλά
9. σέρνω κάποιον στα δικαστήρια
10. τραβώ με τη βία για ασέλγεια
11. αναρροφώ
12. (για μεθύστακες) πίνω υπερβολικά
13. παρατείνομαι, εξακολουθώ
14. καθυστερώ
15. χορεύω
16. (για πράγματα) ζυγίζω, έχω βάρος
17. αντλώ από μια πηγή, παραλαμβάνω
18. προσλαμβάνω
19. κατεργάζομαι μαλακή ύλη, πλάθω
20. γυμνάζω
21. μέσ. τραβώ τα μαλλιά μου
22. καταρρέω
23. φρ. α) «ἕλκω μαστόν» — θηλάζω
β) «ἕλκω βίοτον, ζωάν» — ζω άθλια ζωή
γ) «προφάσεις ἕλκω» προβάλλω πρόχειρες δικαιολογίες
ΙΙ. (η μτχ. ενεστ. αρσ.) ὁ ἑλκόμενος
φρ. «ὁ ἑλκόμενος Χριστός» — η απεικόνιση του Χριστού που σύρεται να σταυρωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. έλκω αποτελεί αρχαίο θεματικό ενεστώτα που συνδέεται πιθανώς με τοχαρ. Β. salk «σύρω, τραβώ» και αλβ. helq. Κατά την κλίση του το ρ. έλκω εμφανίζει τρία θέματα που μαρτυρούνται και σε ορισμένα παράγωγα και σύνθετα: Το θέμα ελκ- μαρτυρείται στον ενεστώτα και στον μέλλοντα (πρβλ. έλξω), το θέμα ελκη-, με παρέκταση σε -η-, εμφανίζεται μόνο στους ομηρικούς τύπους ελκήσω, ελκήσαι, ελκηθήναι, ενώ το θέμα ελκυ- (πρβλ. ελκύω, έλκυσις), που είναι μεταγενέστερο, αποτελεί αναλογικό σχηματισμό προς το ερύ-ω. Σε ορισμένα παράγωγα του ρήματος έλκω εμφανίζεται η ετεροιωμένη βαθμίδα του θέματος ελκ- (πρβλ. ολκός, ολκή).
ΠΑΡ. έλκηθρο, έλκυση, ελκυσμός, ελκυστήρας, έλκυστρο, έλξη, ολκή, ολκός
αρχ.
ελκηδόν, ελκηθμός, ελκητήρ, ελκτός, ελκύσιμος, έλκυσμα
νεοελλ.
έλκημα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ελκεσίπεπλος, ελκεσίχειρος, ελκετρίβων, ελκεχίτων. (Β' συνθετικό) εφέλκω, παρέλκω
αρχ.
αμφέλκω, ανέλκω, ανθέλκω, αντιμεθέλκω, αντιπεριέλκω, αφέλκω, διέλκω, εισέλκω, ενέλκω, εξέλκω, επανέλκω, επεξέλκω, καθέλκω, μεθέλκω, προανέλκω, προαφέλκω, προέλκω, προσκαθέλκω, συγκαθέλκω, συμπεριέλκω, συνανέλκω, συνανθέλκω, συνέλκω, συνεφέλκω, υπανέλκω, υφέλκω].