υψήνωρ

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ἡ, ΜΑ
μτφ. αυτός που εμψυχώνει τους άνδρες, που τους ανυψώνει το ηθικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. μεγαλήνωρ].