υψίδρομος

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που τρέχει ψηλάὑψίδρομος Φαέθων», Γρηγ. Ναζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + δρόμος (πρβλ. τανύδρομος)].