-ων, Ααυτός που έχει ψηλά κέρατα («ὑψίκερω... φάσμα ταύρου», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -κερως (< κέρας, -ατος), πρβλ. ὀρθόκερως].