υψηλόσωμος

Greek Monolingual

και ψηλόσωμος, -η, -ο, Ν
υψηλόκορμος, ψηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υψηλός + -σωμος (< σώμα). Η λ. ὑψηλόσωμος, μαρτυρείται από το 1851 στον Ν. Δραγούμη].