υψηλόκορμος

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source

Greek Monolingual

και ψηλόκορμος, -η, -ο, Ν
1. (για δέντρο) αυτός που έχει ψηλό κορμό
2. (για πρόσ.) ψηλός, υψηλόσωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υψηλός + κορμός.