Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

υψηλόκορμος

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145

Greek Monolingual

και ψηλόκορμος, -η, -ο, Ν
1. (για δέντρο) αυτός που έχει ψηλό κορμό
2. (για πρόσ.) ψηλός, υψηλόσωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υψηλός + κορμός.