Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
υψηλότατος
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑψηλότατος, -άτη, -ον, ΝΜΑ, και ὑψηλέστατος Α ὑψηλός (υπερθ. του υψηλός) πάρα πολύ ψηλός νεοελλ. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. (στο παρελθόν) ο Υψηλότατος και η Υψηλοτάτη προσφώνηση πριγκίπων και ειδικά διαδόχων.