Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
υψηλόφωνος
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑψηλόφωνος, -ον, ΝΜΑ αυτός που έχει υψηλή, δηλαδή ισχυρή, φωνή. επίρρ... υψηλοφώνως και υψηλόφωνα Ν με δυνατή φωνή, μεγαλόφωνα. [ΕΤΥΜΟΛ.<ὑψηλός+ -φωνος (<φωνή), πρβλ.μεγαλό-φωνος].