υψιγένεθλος

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που κατάγεται από υψηλή, δηλαδή αριστοκρατική, γενιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + γενέθλη «γέννηση» (πρβλ. ἀρτιγένεθλος)].