-ον, ΜΑαυτός που κατάγεται από υψηλή, δηλαδή αριστοκρατική, γενιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + γενέθλη «γέννηση» (πρβλ. ἀρτιγένεθλος)].