-ές / ὑψιτενής, -ές, ΝΜαυτός που εκτείνεται σε ύψος, ψηλός. επίρρ...υψιτενώς Νκατά τρόπο υψιτενή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -τενής (< τείνω), πρβλ. πολυτενής].