υψιφαής

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που φαίνεται από μακριά, ψηλός, μεγάλος («πατὴρ δ' ἐπὶ οἱ Διομήδης λάϊνον ὑψιφαῆ τόνδ' ἀνέτεινε τάφον», Διόδ. Ζων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -φαής (< φάος), πρβλ. ἀρτι-φαής.