υψογραφία

Greek Monolingual

η, Ν
1. αναπαράσταση σε τοπογραφικό χάρτη της ανάγλυφης μορφής του εδάφους, η οποία γίνεται με υψομετρικές καμπύλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypsography (< ύψος + -γραφία)].