Μεπίρρ. (ποιητ. τ.) (με γεν.) επάνωαρχ.ψηλά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + επιρρμ. κατάλ. -ό-θι (βλ. λ. -θι), πρβλ. ἀγχ-ό-θι, τηλ-ό-θι].